Anonymous

περιήκω: Difference between revisions

From LSJ
5
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> έχω περιέλθει σε κάποιον («εἰς τὸν φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[φτάνω]] σε κάποιον, [[βρίσκω]] κάποιον («ἔμελλε δίκης περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα» — επρόκειτο η [[τιμωρία]] να φτάσει πια και στον Φιλοποίμενα, <b>Παυσ.</b>)<br /><b>3.</b> (για χρόνο) έχω φτάσει («περιήκοντι τῷ καιρῷ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[περιβάλλω]] («πέτραν τὸν όχθον περιήκουσαν», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἥκω</i> «έχω έλθει»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> έχω περιέλθει σε κάποιον («εἰς τὸν φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[φτάνω]] σε κάποιον, [[βρίσκω]] κάποιον («ἔμελλε δίκης περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα» — επρόκειτο η [[τιμωρία]] να φτάσει πια και στον Φιλοποίμενα, <b>Παυσ.</b>)<br /><b>3.</b> (για χρόνο) έχω φτάσει («περιήκοντι τῷ καιρῷ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[περιβάλλω]] («πέτραν τὸν όχθον περιήκουσαν», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἥκω</i> «έχω έλθει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιήκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> έχω περικυκλώσει κάποιον, <i>τὰ σὲ περιήκοντα</i>, αυτά που περιήλθαν στον κλήρο [[σου]], σε Ηρόδ.· τοῦτον τὸνἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ [[πρῶτα]], λέμε ότι η καλύτερη [[τύχη]] έχει πέσει σ' αυτόν τον άνθρωπο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, έχω έλθει, σε Πλούτ.
}}
}}