Anonymous

παρυφαίνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[υφαίνω]]<br />[[υφαίνω]] στα [[πλάγια]] ή [[κατά]] [[μήκος]] υφάσματος ή ενδύματος, [[σχηματίζω]] [[κατά]] την ύφανση [[παρυφή]], [[γαρνίρω]] [[ταινία]] (α. «ἐσθῆτα παρυφασμένην», <b>Διόδ.</b><br />β. «[[ἱμάτιον]] [[λευκόν]], πῆχυν πορφυροῡν ἔχον παρυφασμένον», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[παρενείρω]] σε [[αφήγηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συνενώνομαι [[κατά]] [[μήκος]] με [[κάτι]] («παρύφανται ἀπὸ τῆς κοιλίας... συνεχόμενος ὑμενίῳ μακρὸς [[πόρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> απλώνομαι στα [[πλάγια]] και [[κατά]] [[μήκος]] σχηματισμού («ὑπὸ τῶν παρυφασμένων ὅπλων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον, [[ξεπερνώ]] κάποιον στην [[υφαντική]] («τὴν ἀράχνην ἡφαίνουσαν... εἰ μὴ παρυφαίνη καὶ τὴν Πηνελόπην», Φιλόστρ.).
|mltxt=ΜΑ [[υφαίνω]]<br />[[υφαίνω]] στα [[πλάγια]] ή [[κατά]] [[μήκος]] υφάσματος ή ενδύματος, [[σχηματίζω]] [[κατά]] την ύφανση [[παρυφή]], [[γαρνίρω]] [[ταινία]] (α. «ἐσθῆτα παρυφασμένην», <b>Διόδ.</b><br />β. «[[ἱμάτιον]] [[λευκόν]], πῆχυν πορφυροῡν ἔχον παρυφασμένον», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[παρενείρω]] σε [[αφήγηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συνενώνομαι [[κατά]] [[μήκος]] με [[κάτι]] («παρύφανται ἀπὸ τῆς κοιλίας... συνεχόμενος ὑμενίῳ μακρὸς [[πόρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> απλώνομαι στα [[πλάγια]] και [[κατά]] [[μήκος]] σχηματισμού («ὑπὸ τῶν παρυφασμένων ὅπλων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον, [[ξεπερνώ]] κάποιον στην [[υφαντική]] («τὴν ἀράχνην ἡφαίνουσαν... εἰ μὴ παρυφαίνη καὶ τὴν Πηνελόπην», Φιλόστρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρῠφαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i> — Παθ., παρακ. <i>παρύφασμαι</i>· [[υφαίνω]] [[στρίφωμα]] ή [[μπορντούρα]] ([[παρυφή]])· <i>ὅπλα παρυφασμένα</i>, οπλισμένοι άντρες που περικυκλώνουν άοπλο [[πλήθος]], σε Ξεν.
}}
}}