3,274,816
edits
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[περίβολος]], -ον, ΝΜΑ [[περιβάλλω]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[τείχισμα]] χτισμένο για να περιορίζει μια [[έκταση]] γης, [[φράγμα]] ή [[τοίχος]] που περικλείει έναν χώρο, [[περιτοίχισμα]]<br /><b>2.</b> περιφραγμένος [[χώρος]], κλεισμένος [[ολόγυρα]] [[χώρος]], [[μάντρα]]<br /><b>3.</b> [[οχύρωμα]] [[γύρω]] από [[πόλη]] ή από [[φρούριο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιβάλλει, που περιτριγυρίζει [[κάτι]], αυτός που έχει τοποθετηθεί [[ολόγυρα]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[περιβολή]], [[κάλυμμα]], [[αμφίεση]], [[ένδυμα]]<br />β) [[περίβλημα]]<br />γ) [[περίφραγμα]]<br />δ) το [[περικάρδιο]]<br />ε) [[ολόκληρο]] το [[έδαφος]] όπου βρίσκεται ο [[ναός]] και [[γύρω]] από αυτόν («ἐθεμελιώθη... [[ανάλημμα]] ὑψηλὸν περιβόλου ἱερού», ΠΔ)<br />στ) (στον εν. και πληθ.) τα τείχη της πόλης<br />ζ) <b>στον πληθ.</b> οι σπείρες φιδιού<br />η) [[τάφος]]<br />θ) <b>μτφ.</b> ([[κατά]] τον <b>Πλάτ.</b>) το [[σώμα]], που περιβάλλει την [[ψυχή]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίβολον</i><br />[[περιτύλιγμα]] («περίβολα πυρὶ φλεγόμενα» — πύρινες σφαίρες, Τιμόθ.). | |mltxt=ο / [[περίβολος]], -ον, ΝΜΑ [[περιβάλλω]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[τείχισμα]] χτισμένο για να περιορίζει μια [[έκταση]] γης, [[φράγμα]] ή [[τοίχος]] που περικλείει έναν χώρο, [[περιτοίχισμα]]<br /><b>2.</b> περιφραγμένος [[χώρος]], κλεισμένος [[ολόγυρα]] [[χώρος]], [[μάντρα]]<br /><b>3.</b> [[οχύρωμα]] [[γύρω]] από [[πόλη]] ή από [[φρούριο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιβάλλει, που περιτριγυρίζει [[κάτι]], αυτός που έχει τοποθετηθεί [[ολόγυρα]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[περιβολή]], [[κάλυμμα]], [[αμφίεση]], [[ένδυμα]]<br />β) [[περίβλημα]]<br />γ) [[περίφραγμα]]<br />δ) το [[περικάρδιο]]<br />ε) [[ολόκληρο]] το [[έδαφος]] όπου βρίσκεται ο [[ναός]] και [[γύρω]] από αυτόν («ἐθεμελιώθη... [[ανάλημμα]] ὑψηλὸν περιβόλου ἱερού», ΠΔ)<br />στ) (στον εν. και πληθ.) τα τείχη της πόλης<br />ζ) <b>στον πληθ.</b> οι σπείρες φιδιού<br />η) [[τάφος]]<br />θ) <b>μτφ.</b> ([[κατά]] τον <b>Πλάτ.</b>) το [[σώμα]], που περιβάλλει την [[ψυχή]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίβολον</i><br />[[περιτύλιγμα]] («περίβολα πυρὶ φλεγόμενα» — πύρινες σφαίρες, Τιμόθ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίβολος:''' -ον ([[περιβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> περιβεβλημένος, περιφραγμένος, περικυκλωμένος, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. [[περίβολος]], <i>ὁ</i>, = [[περιβολή]], <i>ἐχίδνης περίβολοι</i>, το [[δηλητήριο]] ή το κουλούριασμα του ερπετού, στον ίδ.· στον πληθ., τα τείχη γύρω από την πόλη, σε Ηρόδ., Ευρ.· ομοίως στον ενικ., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[περίφραγμα]], [[περιφέρεια]], [[περίμετρος]], [[περίβολος]] νεωρίων, σε Ευρ.· λέγεται για ναό, [[περίβολος]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |