Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιβραχιόνιος: Difference between revisions

From LSJ
5
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[περιβραχιόνιος]], -ιον [[περιβραχίων]], -<i>ονος]]<br />ΝΑ<br />αυτός που τίθεται ή φοριέται [[γύρω]] από τον βραχίονα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[περιβραχιόνιο]]<br /><b>1.</b> [[κόσμημα]] που φοριέται [[γύρω]] από τον βραχίονα, ψέλι, [[βραχιόλι]]<br /><b>2.</b> [[λουρίδα]] υφάσματος [[γύρω]] από το [[μπράτσο]], χρώματος μαύρου όταν φοριέται σε [[ένδειξη]] πένθους, ή άλλου χρώματος ή πολύχρωμη όταν φοριέται ως [[ένδειξη]] της ανάληψης προσωρινής υπηρεσίας ή αξιώματος, αλλ. [[βραχιονιστήρας]] («ο [[αρχηγός]] της ποδοσφαιρικής ομάδας φορούσε κίτρινο [[περιβραχιόνιο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[είδος]] αμυντικού οπλισμού, [[μέρος]] της πανοπλίας που κάλυπτε και προστάτευε τον βραχίονα, χρησιμοποιούμενο [[κυρίως]] από τους Πέρσες, αργότερα δε και από τους Ρωμαίους.
|mltxt=-α, -ο / [[περιβραχιόνιος]], -ιον [[περιβραχίων]], -<i>ονος]]<br />ΝΑ<br />αυτός που τίθεται ή φοριέται [[γύρω]] από τον βραχίονα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[περιβραχιόνιο]]<br /><b>1.</b> [[κόσμημα]] που φοριέται [[γύρω]] από τον βραχίονα, ψέλι, [[βραχιόλι]]<br /><b>2.</b> [[λουρίδα]] υφάσματος [[γύρω]] από το [[μπράτσο]], χρώματος μαύρου όταν φοριέται σε [[ένδειξη]] πένθους, ή άλλου χρώματος ή πολύχρωμη όταν φοριέται ως [[ένδειξη]] της ανάληψης προσωρινής υπηρεσίας ή αξιώματος, αλλ. [[βραχιονιστήρας]] («ο [[αρχηγός]] της ποδοσφαιρικής ομάδας φορούσε κίτρινο [[περιβραχιόνιο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[είδος]] αμυντικού οπλισμού, [[μέρος]] της πανοπλίας που κάλυπτε και προστάτευε τον βραχίονα, χρησιμοποιούμενο [[κυρίως]] από τους Πέρσες, αργότερα δε και από τους Ρωμαίους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιβρᾰχῑόνιος:''' -α, -ον ([[βραχίων]]), αυτός που βρίσκεται γύρω ή πάνω στο [[χέρι]], σε Πλούτ.· [[περιβραχιόνιον]] τό, [[περιβραχιόνιο]] ή [[μέρος]] οπλισμού για το [[χέρι]], σε Ξεν.
}}
}}