Anonymous

περιαλγής: Difference between revisions

From LSJ
5
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που αισθάνεται μεγάλο [[ψυχικό]] πόνο, ο πολύ [[θλιμμένος]], [[περίλυπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αισθάνεται δυνατό σωματικό πόνο<br /><b>2.</b> αυτός που προξενεί δυνατούς πόνους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιαλγώς</i> / <i>περιαλγῶς</i> ΝΜΑ<br />με [[βαθιά]] [[θλίψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]] «[[πόνος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>υπερ</i>-<i>αλγής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που αισθάνεται μεγάλο [[ψυχικό]] πόνο, ο πολύ [[θλιμμένος]], [[περίλυπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αισθάνεται δυνατό σωματικό πόνο<br /><b>2.</b> αυτός που προξενεί δυνατούς πόνους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιαλγώς</i> / <i>περιαλγῶς</i> ΝΜΑ<br />με [[βαθιά]] [[θλίψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]] «[[πόνος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>υπερ</i>-<i>αλγής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιαλγής:''' -ές ([[ἄλγος]]), αυτός που είναι [[πολύ]] στενοχωρημένος, [[περίλυπος]], σε Πλάτ.
}}
}}