Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιρρέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για [[υγρό]]) ρέω, [[κυλώ]] [[γύρω]] από κάποιον ή από [[κάτι]], [[περιβρέχω]], [[περιχύνω]] κάποιον ή [[κάτι]] («νῆσον περιρρέει Νεῑλος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περιρρέομαι</i><br />περιβάλλομαι από [[νερό]], περιβρέχομαι («περιερρεῑτο δ' αὕτη ὑπὸ τοῡ Μάσκα κύκλῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον αέρα) [[περιβάλλω]] («τοὺς δὲ ἐν τοῑς νήσοις ἃς περιρρεῖν τὸν ἀέρα πρὸς τῇ ἠπείρῳ οὔσας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[φωτιά]]) [[περικυκλώνω]] («κύκλῳ τὸν τόπον ἐκεῑνον περιρρυῆναι τὸ πῡρ», Λυκούργ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για [[πλήθος]] ανθρώπων) [[στέκομαι]] [[γύρω]] [[γύρω]] («ἅπαντες περιέρρεον ἡμᾱς κύκλῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> α) [[πλημμυρίζω]], [[γεμίζω]] από όλα τα μέρη<br />β) <b>μτφ.</b> έχω [[αφθονία]] («σοὶ δὲ [[πλουσία]] [[τράπεζα]] κείσθω καὶ περιρρείτω [[βίος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> αφανίζομαι, [[γίνομαι]] [[φτωχός]] σε [[κάτι]], [[χάνω]] ουσιώδη στοιχεία («περιερρυηκίας τῆς γῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> φθείρομαι, ξηραίνομαι, [[αδυνατίζω]], [[χωνεύω]] («[[πῆχυς]] [[ὅλος]] περιερρύη», Ιπποκρ.)<br /><b>7.</b> (για [[άνθη]]) μαραίνομαι, [[φυλλορροώ]]<br /><b>8.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]], [[γλιστρώ]], [[ξεφεύγω]] («ἡ ἀσπὶς περιερρύη εἰς τὴν θάλασσαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[δεσμά]]) χαλαρώνομαι, λύνομαι («αὗται δὲ αὐτόμαται [αἱ πέδαι] περιρρυῆναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «οὐδενὸς περιρρέοντος» — [[χωρίς]] να υπάρχει [[τίποτε]] σε υπερβολικό βαθμό, δηλ. περιττό, <b>Πλούτ.</b><br />β) «περιρρέονται μαθηταῑς» — έχουν [[αφθονία]] μαθητών <b>(Λιβάν.)</b>.
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για [[υγρό]]) ρέω, [[κυλώ]] [[γύρω]] από κάποιον ή από [[κάτι]], [[περιβρέχω]], [[περιχύνω]] κάποιον ή [[κάτι]] («νῆσον περιρρέει Νεῑλος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περιρρέομαι</i><br />περιβάλλομαι από [[νερό]], περιβρέχομαι («περιερρεῑτο δ' αὕτη ὑπὸ τοῡ Μάσκα κύκλῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον αέρα) [[περιβάλλω]] («τοὺς δὲ ἐν τοῑς νήσοις ἃς περιρρεῖν τὸν ἀέρα πρὸς τῇ ἠπείρῳ οὔσας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[φωτιά]]) [[περικυκλώνω]] («κύκλῳ τὸν τόπον ἐκεῑνον περιρρυῆναι τὸ πῡρ», Λυκούργ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για [[πλήθος]] ανθρώπων) [[στέκομαι]] [[γύρω]] [[γύρω]] («ἅπαντες περιέρρεον ἡμᾱς κύκλῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> α) [[πλημμυρίζω]], [[γεμίζω]] από όλα τα μέρη<br />β) <b>μτφ.</b> έχω [[αφθονία]] («σοὶ δὲ [[πλουσία]] [[τράπεζα]] κείσθω καὶ περιρρείτω [[βίος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> αφανίζομαι, [[γίνομαι]] [[φτωχός]] σε [[κάτι]], [[χάνω]] ουσιώδη στοιχεία («περιερρυηκίας τῆς γῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> φθείρομαι, ξηραίνομαι, [[αδυνατίζω]], [[χωνεύω]] («[[πῆχυς]] [[ὅλος]] περιερρύη», Ιπποκρ.)<br /><b>7.</b> (για [[άνθη]]) μαραίνομαι, [[φυλλορροώ]]<br /><b>8.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]], [[γλιστρώ]], [[ξεφεύγω]] («ἡ ἀσπὶς περιερρύη εἰς τὴν θάλασσαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[δεσμά]]) χαλαρώνομαι, λύνομαι («αὗται δὲ αὐτόμαται [αἱ πέδαι] περιρρυῆναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «οὐδενὸς περιρρέοντος» — [[χωρίς]] να υπάρχει [[τίποτε]] σε υπερβολικό βαθμό, δηλ. περιττό, <b>Πλούτ.</b><br />β) «περιρρέονται μαθηταῑς» — έχουν [[αφθονία]] μαθητών <b>(Λιβάν.)</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, παρακ. <i>-ερρύηκα</i>, Παθ. αορ. βʹ (με Ενεργ. [[σημασία]]) <i>-ερρύην</i>·<br /><b class="num">I.</b> με αιτ., ρέω [[ολόγυρα]], τὸν δ' [[αἷμα]] περίρρεε, σε Ομήρ. Οδ.· νῆσον περιρρέει ὁ [[Νεῖλος]], σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., περιβάλλομαι από [[νερό]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[γλιστρώ]], [[πέφτω]], [[διαρρέω]] [[ολόγυρα]] σε όλες τις πλευρές, <i>ἡ ἀσπὶς περιερρύη εἰς τὴν θάλασσαν</i>, γλίστρησε από το [[χέρι]] του και έπεσε στη [[θάλασσα]], σε Θουκ.· (<i>αἱ πέδαι</i>) <i>αὐτόμαται περιρρέουσιν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[υπερχειλίζω]] από όλες τις πλευρές, σοὶ περιρρείτω [[βίος]], αφθονούν τα [[αγαθά]] στην [[ζωή]] [[σου]], σε Σοφ.· <i>οὐδενὸς περιρρέοντος</i>, [[χωρίς]] [[τίποτα]] να είναι περιττό, σε Πλούτ. — Παθ., [[στάζω]] από [[παντού]], <i>ἱδρῶτι</i>, με [[ιδρώτα]], στον ίδ.
}}
}}