Anonymous

πενιχρός: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πενιχρός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />αυτός που δεν έχει ουσιαστικό [[περιεχόμενο]], ο [[ανάξιος]] λόγου, ο [[ασήμαντος]] («πενιχρά αποτελέσματα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λίγος]], [[ανεπαρκής]], [[ισχνός]] («πενιχρή [[αμοιβή]]»)<br /><b>2.</b> ο [[δηλωτικός]] της πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, [[φτωχικός]] («πενιχρό [[γεύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ενδεής]], [[φτωχός]], [[άπορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενιχρώς</i> και -<i>ά</i> / <i>πενιχρῶς</i> ΝΑ<br />με πενιχρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό επίθ. σχηματισμένο από το θ. του ρ. [[πένομαι]] με [[επίθημα]] -<i>χρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βδελυ</i>-<i>χρός</i>, <i>μελι</i>-<i>χρός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[πενιχρός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />αυτός που δεν έχει ουσιαστικό [[περιεχόμενο]], ο [[ανάξιος]] λόγου, ο [[ασήμαντος]] («πενιχρά αποτελέσματα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λίγος]], [[ανεπαρκής]], [[ισχνός]] («πενιχρή [[αμοιβή]]»)<br /><b>2.</b> ο [[δηλωτικός]] της πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, [[φτωχικός]] («πενιχρό [[γεύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ενδεής]], [[φτωχός]], [[άπορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενιχρώς</i> και -<i>ά</i> / <i>πενιχρῶς</i> ΝΑ<br />με πενιχρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό επίθ. σχηματισμένο από το θ. του ρ. [[πένομαι]] με [[επίθημα]] -<i>χρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βδελυ</i>-<i>χρός</i>, <i>μελι</i>-<i>χρός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πενιχρός:''' -ά, -όν, όπως το [[πένης]], [[φτωχός]], [[πάμπτωχος]], σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.
}}
}}