Anonymous

πηγός: Difference between revisions

From LSJ
302 bytes added ,  31 December 2018
6
(32)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[παγός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[συμπαγής]], [[σωματώδης]] («ἵππους πηγούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[κύμα]]) πολύ φουσκωμένο, πελώριο<br /><b>3.</b> [[λευκός]] (α. «[[πηγός]] [[πλόκος]]», <b>Λυκόφρ.</b> β. «πηγὰ ὀστέα», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πηγός]]<br />το [[αλάτι]]<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πηγόν<br />οἱ μἐν [[λευκόν]], οἱ δὲ [[μέλαν]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηγ</i>- του <i>πήγ</i>-<i>νυμι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ός</i>. Η σημ. «[[λευκός]]» και «[[μέλας]]» που αποδόθηκε στο επίθ. [[είναι]] μτγν. και οφείλεται σε εσφαλμένη [[ερμηνεία]] ομηρικού χωρίου].
|mltxt=και [[παγός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[συμπαγής]], [[σωματώδης]] («ἵππους πηγούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[κύμα]]) πολύ φουσκωμένο, πελώριο<br /><b>3.</b> [[λευκός]] (α. «[[πηγός]] [[πλόκος]]», <b>Λυκόφρ.</b> β. «πηγὰ ὀστέα», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πηγός]]<br />το [[αλάτι]]<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πηγόν<br />οἱ μἐν [[λευκόν]], οἱ δὲ [[μέλαν]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηγ</i>- του <i>πήγ</i>-<i>νυμι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ός</i>. Η σημ. «[[λευκός]]» και «[[μέλας]]» που αποδόθηκε στο επίθ. [[είναι]] μτγν. και οφείλεται σε εσφαλμένη [[ερμηνεία]] ομηρικού χωρίου].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πηγός:''' -ή, -όν ([[πήγνυμι]] II), τοποθετημένος [[καλά]] μαζί με, συναρμολογημένος, [[δυνατός]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κύματι πηγῷ</i>, σε δυνατό, μεγάλο [[κύμα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}