Anonymous

πηλώδης: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες, ΝΜΑ [[πηλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />όμοιος με πηλό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] πηλό, [[γεμάτος]] [[λάσπη]].
|mltxt=-ες, ΝΜΑ [[πηλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />όμοιος με πηλό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] πηλό, [[γεμάτος]] [[λάσπη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πηλώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με πηλό, [[πηλώδης]], λασπωμένος, λέγεται για τόπους, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Πλάτ.
}}
}}