3,277,759
edits
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[πίλος]]<br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος από [[πίλημα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ πιλωτόν</i><br /><i>ο</i> [[σκούφος]] για τον ύπνο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πιλωτά</i><br />οι πίλοι, οι τιάρες τών Ρωμαίων ιερέων<br /><b>αρχ.</b><br />συμπιεσμένος. | |mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[πίλος]]<br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος από [[πίλημα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ πιλωτόν</i><br /><i>ο</i> [[σκούφος]] για τον ύπνο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πιλωτά</i><br />οι πίλοι, οι τιάρες τών Ρωμαίων ιερέων<br /><b>αρχ.</b><br />συμπιεσμένος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πῑλωτός:''' -ή, -ό, αυτός που είναι φτιαγμένος από [[τσόχα]], [[τσόχινος]], σε Στράβ. | |||
}} | }} |