Anonymous

πιλωτός: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[πίλος]]<br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος από [[πίλημα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ πιλωτόν</i><br /><i>ο</i> [[σκούφος]] για τον ύπνο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πιλωτά</i><br />οι πίλοι, οι τιάρες τών Ρωμαίων ιερέων<br /><b>αρχ.</b><br />συμπιεσμένος.
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[πίλος]]<br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος από [[πίλημα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ πιλωτόν</i><br /><i>ο</i> [[σκούφος]] για τον ύπνο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πιλωτά</i><br />οι πίλοι, οι τιάρες τών Ρωμαίων ιερέων<br /><b>αρχ.</b><br />συμπιεσμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῑλωτός:''' -ή, -ό, αυτός που είναι φτιαγμένος από [[τσόχα]], [[τσόχινος]], σε Στράβ.
}}
}}