Anonymous

πλυνός: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν [[πλύνω]]<br /><b>ναυτ.</b> [[χώρος]] στο [[κατάστρωμα]] ή σε [[άλλο]] [[μέρος]] του πλοίου, που χρησιμεύει για το [[πλύσιμο]] τών ναυτών και τών ρούχων τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πέτρινη [[σκάφη]], [[γούρνα]] στην οποία γινόταν το [[πλύσιμο]] τών ακάθαρτων ρούχων<br /><b>2.</b> [[λουτήρας]], [[μπανιέρα]]<br /><b>3.</b> [[θέση]], [[χώρος]], όπου γινόταν το [[πλύσιμο]] τών ρούχων.
|mltxt=ο, Ν [[πλύνω]]<br /><b>ναυτ.</b> [[χώρος]] στο [[κατάστρωμα]] ή σε [[άλλο]] [[μέρος]] του πλοίου, που χρησιμεύει για το [[πλύσιμο]] τών ναυτών και τών ρούχων τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πέτρινη [[σκάφη]], [[γούρνα]] στην οποία γινόταν το [[πλύσιμο]] τών ακάθαρτων ρούχων<br /><b>2.</b> [[λουτήρας]], [[μπανιέρα]]<br /><b>3.</b> [[θέση]], [[χώρος]], όπου γινόταν το [[πλύσιμο]] τών ρούχων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλῠνός:''' ὁ ([[πλύνω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σκάφη]], [[κάδος]], [[δοχείο]], στο οποίο έπλεναν τα βρόμικα ρούχα [[αφού]] τα πατούσαν [[πρώτα]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., πλυνὸν ποιεῖν τινα = [[πλύνω]] II, σε Αριστοφ.
}}
}}