Anonymous

πικρόγαμος: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έκανε πικρό γάμο, στον οποίο ο [[γάμος]] έφερε πίκρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έκανε πικρό γάμο, στον οποίο ο [[γάμος]] έφερε πίκρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πικρόγᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει συνάψει πικρό γάμο, δυστυχισμένος στο γάμο του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}