Anonymous

πλεθρίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πλέθρον]]<br /><b>1.</b> [[διατρέχω]] [[απόσταση]] ενός πλέθρου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], [[μεγαλαυχώ]].
|mltxt=Α [[πλέθρον]]<br /><b>1.</b> [[διατρέχω]] [[απόσταση]] ενός πλέθρου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], [[μεγαλαυχώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλεθρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[τρέχω]] το [[διάστημα]] ενός πλέθρου, [[πλέθρον]]· μεταφ., [[καυχιέμαι]], σε Θεόκρ.
}}
}}