Anonymous

πολυκτόνος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φονεύει ή φόνευσε πολλούς, ο πολύ [[φονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]], [[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πρωτο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φονεύει ή φόνευσε πολλούς, ο πολύ [[φονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]], [[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πρωτο</i>-[[κτόνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που φονεύει πολλούς, [[δολοφονικός]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}