Anonymous

πλώϊμος: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> propre à la navigation ; πλωΐμων γενομένων THC <i>ou</i> ὄντων THC les circonstances étant favorables pour la navigation;<br /><b>2</b> propre à la construction des navires.<br />'''Étymologie:''' [[πλώω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> propre à la navigation ; πλωΐμων γενομένων THC <i>ou</i> ὄντων THC les circonstances étant favorables pour la navigation;<br /><b>2</b> propre à la construction des navires.<br />'''Étymologie:''' [[πλώω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλώϊμος:''' ή [[πλόϊμος]], -ον ([[πλώω]]), [[κατάλληλος]] προς [[πλεύση]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[πλοίο]], [[κατάλληλος]] για τη [[θάλασσα]], αξιόπλοος.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[ναυτιλία]], <i>πλωϊμοτέρων γενομένων</i> ή <i>ὄντων</i>, [[καθώς]] η ναυσιπλοΐα εξελισσόταν, [[καθώς]] οι περιστάσεις γίνονταν καλύτερες για τη ναυσιπλοΐα, στον ίδ.
}}
}}