Anonymous

πολύθρηνος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς θρήνους, από [[πολλά]] δάκρυα («πολύθρηνον [[αἰῶν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πολυθρήνητος]] («πολυθρηνότερον [[παιδίον]]», Ιμέρ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θρῆνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αξιό</i>-<i>θρηνος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς θρήνους, από [[πολλά]] δάκρυα («πολύθρηνον [[αἰῶν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πολυθρήνητος]] («πολυθρηνότερον [[παιδίον]]», Ιμέρ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θρῆνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αξιό</i>-<i>θρηνος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύθρηνος:''' -ον, εξαιρετικά [[θρηνητικός]], κλαψιάρικος, σε Αισχύλ.
}}
}}