Anonymous

πολύτρητος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτρητος]], -ον, ΝΑ, ποιητ. τ. πουλύτρητος, -ον, Α<br />(για αυλό, [[στραγγιστήρι]], [[κηρήθρα]] ή και για τους πνεύμονες) αυτός που φέρει πολλές οπές, ο [[διάτρητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τετραίνω]] «[[τρυπώ]]»)].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτρητος]], -ον, ΝΑ, ποιητ. τ. πουλύτρητος, -ον, Α<br />(για αυλό, [[στραγγιστήρι]], [[κηρήθρα]] ή και για τους πνεύμονες) αυτός που φέρει πολλές οπές, ο [[διάτρητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τετραίνω]] «[[τρυπώ]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύτρητος:''' -ον, αυτός που είναι [[διάτρητος]], [[γεμάτος]] με τρύπες, [[τρυπητός]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για αυλό, σε Ανθ.
}}
}}