3,258,453
edits
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. [[πολύκλαρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλο κλήρο, δηλ. [[μεγάλη]] καλλιεργήσιμη [[έκταση]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[περιουσία]], πολύ [[πλούσιος]] («[[ἠγαγόμην]] δὲ γυναῖκα πολύκληρων ἀνθρώπων εἵνεκ' ἐμῆς ἀρετῆς», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλῆρος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>κληρος</i>)]. | |mltxt=και δωρ. τ. [[πολύκλαρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλο κλήρο, δηλ. [[μεγάλη]] καλλιεργήσιμη [[έκταση]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[περιουσία]], πολύ [[πλούσιος]] («[[ἠγαγόμην]] δὲ γυναῖκα πολύκληρων ἀνθρώπων εἵνεκ' ἐμῆς ἀρετῆς», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλῆρος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>κληρος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύκληρος:''' -ον, αυτός στον οποίο ανήκει μεγάλο [[μερίδιο]] γης, αυτός που έχει μεγάλο κλήρο γης, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. | |||
}} | }} |