Anonymous

πολύτλητος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που υπέστη πολλές δοκιμασίες, [[πολλά]] βάσανα<br /><b>2.</b> [[άθλιος]], [[ελεεινός]] («γήραϊ πολυτλήτῳ βεβάρητο», Κόιντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τλητός]] (<b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>τλητος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που υπέστη πολλές δοκιμασίες, [[πολλά]] βάσανα<br /><b>2.</b> [[άθλιος]], [[ελεεινός]] («γήραϊ πολυτλήτῳ βεβάρητο», Κόιντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τλητός]] (<b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>τλητος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύτλητος:''' -ον, αυτός που έχει υπομείνει [[πολλά]], [[δυστυχής]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}