Anonymous

πολύπλοκος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύπλοκος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πολυσύνθετος]], [[περίπλοκος]]<br /><b>2.</b> πολύ μπερδεμένος, συγκεχυμένος<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα και νοήματα) [[δόλιος]], [[πανούργος]] (α. «πολύπλοκες τεχνουργίες», Γιάνν. Ψυχ.<br />β. «πολύπλοκον [[νόημα]]», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «πολυπλόκοις παραλογισμοῖς», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[σπείρα]] δράκου ή για [[χταπόδι]]) πολύ πλεγμένος, συνεστραμμένος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πολύπλοκον</i><br />πολύ μπερδεμένα, συγκεχυμένα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύπλοκα</i> / [[πολυπλόκως]], ΝΜΑ<br />με τρόπο πολύπλοκο, πολύ μπερδεμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ετερό</i>-<i>πλοκος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύπλοκος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πολυσύνθετος]], [[περίπλοκος]]<br /><b>2.</b> πολύ μπερδεμένος, συγκεχυμένος<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα και νοήματα) [[δόλιος]], [[πανούργος]] (α. «πολύπλοκες τεχνουργίες», Γιάνν. Ψυχ.<br />β. «πολύπλοκον [[νόημα]]», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «πολυπλόκοις παραλογισμοῖς», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[σπείρα]] δράκου ή για [[χταπόδι]]) πολύ πλεγμένος, συνεστραμμένος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πολύπλοκον</i><br />πολύ μπερδεμένα, συγκεχυμένα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύπλοκα</i> / [[πολυπλόκως]], ΝΜΑ<br />με τρόπο πολύπλοκο, πολύ μπερδεμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ετερό</i>-<i>πλοκος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύπλοκος:''' -ον ([[πλέκω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πολύ]] μπερδεμένος, εξαιρετικά συνεστραμμένος, λέγεται για το κουλούριασμα των ερπετών, σε Ευρ.· λέγεται για τον πολύποδα, αυτός που έχει μπλεγμένα και συνεστραμμένα πόδια, σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., συνεστραμμένος, [[περίπλοκος]], [[πολύπλοκος]], σε Ευρ., Ξεν., Ανθ.
}}
}}