Anonymous

πορθμός: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />στενή [[λωρίδα]] θάλασσας που χωρίζει δύο περιοχές ξηράς και ενώνει δύο θάλασσες και από την οποία διέρχονται τα πλοία για να πλεύσουν από μια ευρύτερη θαλάσσια [[περιοχή]] σε [[άλλη]] («ο [[πορθμός]] του Ευρίπου»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[διάβαση]] του πορθμού, η [[διαπόρθμευση]]<br /><b>2.</b> η [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> [[δίοδος]] που οδηγεί [[κάπου]]<br /><b>4.</b> ο [[σωλήνας]] της κλεψύδρας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὁ εἰς Ἅϊδου [[πορθμός]]» — η [[Στυξ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[πείρω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πόρ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θμός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στα</i>-<i>θμός</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />στενή [[λωρίδα]] θάλασσας που χωρίζει δύο περιοχές ξηράς και ενώνει δύο θάλασσες και από την οποία διέρχονται τα πλοία για να πλεύσουν από μια ευρύτερη θαλάσσια [[περιοχή]] σε [[άλλη]] («ο [[πορθμός]] του Ευρίπου»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[διάβαση]] του πορθμού, η [[διαπόρθμευση]]<br /><b>2.</b> η [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> [[δίοδος]] που οδηγεί [[κάπου]]<br /><b>4.</b> ο [[σωλήνας]] της κλεψύδρας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὁ εἰς Ἅϊδου [[πορθμός]]» — η [[Στυξ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[πείρω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πόρ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θμός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στα</i>-<i>θμός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πορθμός:''' ὁ ([[περάω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πορθμείο]] ή [[μέρος]] όπου διέρχεται το «[[φέρι]] μπόουτ», στενό, [[πορθμός]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τα [[στενά]] της Σαλαμίνας, σε Ηρόδ.· πορθμὸς [[Ἑλλάς]], [[Ελλήσποντος]], σε Αισχύλ.· ὁ εἰς Ἅιδου [[πορθμός]], η [[Στύγα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[πέρασμα]] από [[πορθμείο]], [[δίοδος]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>πορθμὸς χθονός</i>, [[δίοδος]], [[διάβαση]] που οδηγεί μέσα στη γη, σε Ευρ.
}}
}}