Anonymous

πολυγάλακτος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυγάλακτος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει πολύ [[γάλα]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που αποδίδει, που παράγει άφθονο [[γάλα]] («πολυγάλακτον [[ζῷον]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γάλακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γάλα]], -<i>ακτος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ομο</i>-<i>γάλακτος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολυγάλακτος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει πολύ [[γάλα]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που αποδίδει, που παράγει άφθονο [[γάλα]] («πολυγάλακτον [[ζῷον]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γάλακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γάλα]], -<i>ακτος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ομο</i>-<i>γάλακτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυγάλακτος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολύ]] [[γάλα]]· ποιητ. υπερθ. <i>πουλυγαλακτοτάτη</i>, σε Ανθ.
}}
}}