Anonymous

πομφολύζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ πομφολύσσω Α<br />[[παφλάζω]], [[βγάζω]] πομφόλυγες, [[αναβράζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πομφολύζω]] / <i>πομφολύσσω</i> παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. [[πομφόλυξ]], -<i>υγος</i> (<b>πρβλ.</b> [[μορμώ]]: [[μορμολύττομαι]])].
|mltxt=ἡ πομφολύσσω Α<br />[[παφλάζω]], [[βγάζω]] πομφόλυγες, [[αναβράζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πομφολύζω]] / <i>πομφολύσσω</i> παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. [[πομφόλυξ]], -<i>υγος</i> (<b>πρβλ.</b> [[μορμώ]]: [[μορμολύττομαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πομφολύζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[αναβλύζω]], [[αναπηδώ]], σε Πίνδ.
}}
}}