Anonymous

ποντοπορεύω: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ποντοπόρος]]<br />[[διαπλέω]] τη [[θάλασσα]], [[ποντοπορώ]], [[θαλασσοπορώ]].
|mltxt=Α [[ποντοπόρος]]<br />[[διαπλέω]] τη [[θάλασσα]], [[ποντοπορώ]], [[θαλασσοπορώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποντοπορεύω:''' περνώ πάνω από τη [[θάλασσα]], Επικ. απαρ. <i>-έμεναι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· μτχ. <i>ποντοπορεύων</i>, αυτός που διασχίζει τη [[θάλασσα]], στο ίδ.
}}
}}