Anonymous

πολύκρουνος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει πολλούς κρουνούς ή [[πολλά]] στόμια (α. «[[πολύκρουνος]] [[κρήνη]]» β. «[[πολύκρουνος]] [[φιάλη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρουνός]] «[[πηγή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>δωδεκά</i>-<i>κρουνος</i>)].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει πολλούς κρουνούς ή [[πολλά]] στόμια (α. «[[πολύκρουνος]] [[κρήνη]]» β. «[[πολύκρουνος]] [[φιάλη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρουνός]] «[[πηγή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>δωδεκά</i>-<i>κρουνος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύκρουνος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές πηγές, σε Ανθ.
}}
}}