Anonymous

πολυσχιδής: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ και [[πολυσχεδής]], -ές, ΜΑ και [[πολύσχιδος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> σχισμένος, χωρισμένος σε [[πολλά]] μέρη<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται σε [[πολλά]] [[πεδία]] («[[πολυσχιδής]] [[δράση]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πολυσχιδής]] μυς»<br /><b>ανατ.</b> μυς του εγκαρσιονωτιαίου συστήματος της ράχεως, που αποτελείται από [[πολλά]] τμήματα, εκτεινόμενα από το [[ιερό]] [[οστό]] έως τους κατώτερους αυχενικούς σπονδύλους, τα οποία καταφύονται στις ακανθώδεις αποφύσεις όλων τών σπονδύλων, υπερπηδώντας [[κάθε]] [[φορά]] έναν έως [[τρεις]] από αυτούς<br /><b>μσν.</b><br />(για [[βιβλίο]]) αυτός που έχει πολλές σελίδες, [[πολυσέλιδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ορισμένα σύκα) ο εντελώς σχισμένος, αυτός που έχει σκάσει και έχει ανοίξει<br /><b>2.</b> (για τα [[άκρα]] του σώματος) ο χωρισμένος σε δάχτυλα<br /><b>3.</b> (για [[γνώμη]], [[άποψη]], αυτός που εμφανίζει [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] («πολυσχιδεῖς γνῶμαι», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> [[σύνθετος]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πολυσχιδῆ</i><br />ζώα με δάχτυλα και όχι με χηλές ή με οπλές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυσχιδώς</i> / <i>πολυσχιδῶς</i> ΝΜΑ, και <i>πολυσχεδῶς</i> ΜΑ<br />με πολυσχιδή τρόπο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχιδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-<i>σχιδής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ και [[πολυσχεδής]], -ές, ΜΑ και [[πολύσχιδος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> σχισμένος, χωρισμένος σε [[πολλά]] μέρη<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται σε [[πολλά]] [[πεδία]] («[[πολυσχιδής]] [[δράση]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πολυσχιδής]] μυς»<br /><b>ανατ.</b> μυς του εγκαρσιονωτιαίου συστήματος της ράχεως, που αποτελείται από [[πολλά]] τμήματα, εκτεινόμενα από το [[ιερό]] [[οστό]] έως τους κατώτερους αυχενικούς σπονδύλους, τα οποία καταφύονται στις ακανθώδεις αποφύσεις όλων τών σπονδύλων, υπερπηδώντας [[κάθε]] [[φορά]] έναν έως [[τρεις]] από αυτούς<br /><b>μσν.</b><br />(για [[βιβλίο]]) αυτός που έχει πολλές σελίδες, [[πολυσέλιδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ορισμένα σύκα) ο εντελώς σχισμένος, αυτός που έχει σκάσει και έχει ανοίξει<br /><b>2.</b> (για τα [[άκρα]] του σώματος) ο χωρισμένος σε δάχτυλα<br /><b>3.</b> (για [[γνώμη]], [[άποψη]], αυτός που εμφανίζει [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] («πολυσχιδεῖς γνῶμαι», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> [[σύνθετος]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πολυσχιδῆ</i><br />ζώα με δάχτυλα και όχι με χηλές ή με οπλές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυσχιδώς</i> / <i>πολυσχιδῶς</i> ΝΜΑ, και <i>πολυσχεδῶς</i> ΜΑ<br />με πολυσχιδή τρόπο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχιδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-<i>σχιδής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυσχῐδής:''' -ές ([[σχίζω]]), = το επόμ., σε Αριστ., Στράβ.
}}
}}