Anonymous

πολύδωρος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύδωρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[γενναιόδωρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πάρει πλούσια δώρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἄλοχος]] [[πολύδωρος]]» <br />α) αυτή που έχει πάρει από τον μνηστήρα της [[πολλά]] δώρα<br />β) αυτή που έχει φέρει [[μαζί]] της στο [[σπίτι]] του άνδρα της πολλή [[προίκα]], [[πολλά]] δώρα, [[πολύφερνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῶρον]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>δωρος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύδωρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[γενναιόδωρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πάρει πλούσια δώρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἄλοχος]] [[πολύδωρος]]» <br />α) αυτή που έχει πάρει από τον μνηστήρα της [[πολλά]] δώρα<br />β) αυτή που έχει φέρει [[μαζί]] της στο [[σπίτι]] του άνδρα της πολλή [[προίκα]], [[πολλά]] δώρα, [[πολύφερνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῶρον]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>δωρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), πλούσια [[προικισμένος]], σε Όμηρ.
}}
}}