Anonymous

πολύχρηστος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[χρήσιμος]], πολύ [[ωφέλιμος]] («τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b>τὸ <i>πολύχρηστον</i><br />η [[πολυχρηστία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυχρήστως</i><br />[[κατά]] πολύχρηστο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χρῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>χρηστος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[χρήσιμος]], πολύ [[ωφέλιμος]] («τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b>τὸ <i>πολύχρηστον</i><br />η [[πολυχρηστία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυχρήστως</i><br />[[κατά]] πολύχρηστο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χρῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>χρηστος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύχρηστος:''' -ον, [[χρήσιμος]] για πολλούς λόγους, για [[πολλά]] πράγματα, σε Αριστ.
}}
}}