3,273,050
edits
(34) |
(6) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[πρόβατο]]. | |mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[πρόβατο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρόβᾰτον:''' τό ([[προβαίνω]]), [[συνήθως]] στον πληθ. <i>πρόβατα</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κυρίως]], οτιδήποτε βαδίζει προς τα [[εμπρός]]· στον Όμηρ. γενικά λέγεται για βοοειδή, για κοπάδια και αγέλες, σε Ηρόδ., Πίνδ.· επίσης λέγεται για άλογα, τὰ λεπτὰ [[τῶν]] προβάτων, τα μικρά πρόβατα, δηλ. τα πρόβατα και οι γίδες, σε Ηρόδ.· [[αλλά]], στους Αττ. λέγεται πάντα για πρόβατα, σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> παροιμ., χρησιμ. για νωθρούς, οκνηρούς ανθρώπους, πρόβατ' [[ἄλλως]], [[ομάδα]] προβάτων, σε Αριστοφ.· ομοίως, προβατίου [[βίος]], δηλ. τεμπέλικη [[ζωή]], στον ίδ. | |||
}} | }} |