Anonymous

πρόκλησις: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> provocation, défi;<br /><b>2</b> appel, invitation;<br /><b>3</b> assignation pour production de témoignages, de documents, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[προκαλέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> provocation, défi;<br /><b>2</b> appel, invitation;<br /><b>3</b> assignation pour production de témoignages, de documents, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[προκαλέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόκλησις:''' -εως, Ιων. -ιος, ἡ ([[προκαλέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[κάλεσμα]] για να έρθει [[κάποιος]] [[μπροστά]], [[πρόσκληση]], [[αμφισβήτηση]], <i>ἐκ προκλήσιος</i>, από ή λόγω πρόκλησης, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πρόσκληση]], [[προσφορά]], [[πρόταση]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ως [[δικανικός]] όρος, [[πρόταση]] που έγινε στον αντίδικο, για την [[επίλυση]] των σημείων διαφοράς, όπως το Ρωμαϊκό [[sponsio]], σε Δημ. κ.λπ.· <i>πρόκλησιν προκαλεῖσθαι</i>, κάνω, [[δημιουργώ]] [[πρόκληση]], <i>δέχεσθαι</i>, την [[αποδέχομαι]], στον ίδ.
}}
}}