Anonymous

προδιομολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />convenir auparavant ; [[ἵνα]] que ; <i>Pass.</i> être convenu.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διά]], [[ὁμολογέω]].
|btext=-οῦμαι;<br />convenir auparavant ; [[ἵνα]] que ; <i>Pass.</i> être convenu.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διά]], [[ὁμολογέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προδιομολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[συμφωνώ]] εκ των προτέρων — Παθ., είμαι συμφωνημένος και στις δυο μεριές εκ των προτέρων, σε Αριστ.
}}
}}