Anonymous

ποταμοφόρητος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρεται, που παρασύρεται από το [[ρεύμα]] του ποταμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ποταμοφόρητος]] γη» — προσχωσιγενής [[περιοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[φορητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φορώ]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ναυσι</i>-<i>φόρητος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρεται, που παρασύρεται από το [[ρεύμα]] του ποταμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ποταμοφόρητος]] γη» — προσχωσιγενής [[περιοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[φορητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φορώ]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ναυσι</i>-<i>φόρητος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποτᾰμοφόρητος:''' -ον, αυτός που μεταφέρεται [[μακριά]] από τον ποταμό, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}