Anonymous

προδιδάσκω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[διδάσκω]], [[μαθαίνω]] σε κάποιον [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («τοὺς ἀνόητους τούτων γνώμας προδιδάσκειν», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=Α<br />[[διδάσκω]], [[μαθαίνω]] σε κάποιον [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («τοὺς ἀνόητους τούτων γνώμας προδιδάσκειν», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προδῐδάσκω:''' μέλ. <i>-άξω</i>, [[διδάσκω]] σε κάποιον [[κάτι]] εκ των προτέρων, <i>τινά τι</i>, σε Σοφ., Αριστοφ.· [[προδιδάσκω]] τινά, σε Πλάτ.· με αιτ. και απαρ., [[προδιδάσκω]] τινὰ σοφὸν [[εἶναι]], σε Σοφ. — Μέσ., έχω διδάξει κάποιον εκ των προτέρων, στον ίδ. — Παθ., [[μαθαίνω]] εκ των προτέρων, σε Θουκ.
}}
}}