Anonymous

πορευτέος: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[πορεύω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[πορεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πορευτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ.,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>πορευτέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να διαβεί, σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}