Anonymous

προοδεύω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πρόοδος]]<br />[[οδεύω]], [[βαδίζω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προχωρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προάγομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι [[προς]] το καλύτερο, [[προκόβω]] (α. «οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προοδεύουν ανάλογα με τις θετικές» β. «τα [[παιδιά]] του προόδευσαν στα γράμματα»)<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[οπισθοδρομώ]], [[χειροτερεύω]] («στα στήθη η [[θλίψη]] σιγηλά, χαλνά και προοδεύει», Βιζυην.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τους νεκρούς) έχω αποχωρήσει [[πρώτα]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. ουδ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ προωδευμένα</i><br />αυτά που έχει περάσει [[κανείς]], όσα έχει υποστεί<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[προηγούμαι]] σε [[πορεία]], [[προπορεύομαι]] (α. «ἠκολούθει τοῑς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι», Λουκ.<br />β) «πῇ μὲν οὐραγῶν, πῇ δὲ προοδεύων», Λέων Διάκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκπορεύομαι]] εκπηγάζω.
|mltxt=ΝΜΑ [[πρόοδος]]<br />[[οδεύω]], [[βαδίζω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προχωρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προάγομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι [[προς]] το καλύτερο, [[προκόβω]] (α. «οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προοδεύουν ανάλογα με τις θετικές» β. «τα [[παιδιά]] του προόδευσαν στα γράμματα»)<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[οπισθοδρομώ]], [[χειροτερεύω]] («στα στήθη η [[θλίψη]] σιγηλά, χαλνά και προοδεύει», Βιζυην.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τους νεκρούς) έχω αποχωρήσει [[πρώτα]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. ουδ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ προωδευμένα</i><br />αυτά που έχει περάσει [[κανείς]], όσα έχει υποστεί<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[προηγούμαι]] σε [[πορεία]], [[προπορεύομαι]] (α. «ἠκολούθει τοῑς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι», Λουκ.<br />β) «πῇ μὲν οὐραγῶν, πῇ δὲ προοδεύων», Λέων Διάκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκπορεύομαι]] εκπηγάζω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προοδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ταξιδεύω]] από [[πριν]], σε Λουκ.
}}
}}