3,277,306
edits
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[προπομπός]], -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδός]] προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σταλεί [[πριν]] από άλλους ή άλλον ή από [[κάτι]] που ακολουθεί<br /><b>3.</b> <b>στρ.</b> το προπορευόμενο [[κλιμάκιο]] της εμπροσθοφυλακής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ) αυτός που συνοδεύει [[πομπή]] («συσκευάζου καὶ τὸν [[λόχον]] προπομπὸν ἄγε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[προπομπός]]<br />(για τον Ερμή, τις Ερινύες, τις ιέρειες της Αθηνάς και για εκείνους που μετείχαν σε νεκρώσιμη [[πομπή]]) [[φύλακας]], [[υπερασπιστής]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χοὰς [[προπομπός]]» — αυτός που μεταφέρει χοές σε [[πομπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πομπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέμπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-[[πομπός]]. | |mltxt=ο / [[προπομπός]], -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδός]] προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σταλεί [[πριν]] από άλλους ή άλλον ή από [[κάτι]] που ακολουθεί<br /><b>3.</b> <b>στρ.</b> το προπορευόμενο [[κλιμάκιο]] της εμπροσθοφυλακής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ) αυτός που συνοδεύει [[πομπή]] («συσκευάζου καὶ τὸν [[λόχον]] προπομπὸν ἄγε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[προπομπός]]<br />(για τον Ερμή, τις Ερινύες, τις ιέρειες της Αθηνάς και για εκείνους που μετείχαν σε νεκρώσιμη [[πομπή]]) [[φύλακας]], [[υπερασπιστής]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χοὰς [[προπομπός]]» — αυτός που μεταφέρει χοές σε [[πομπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πομπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέμπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-[[πομπός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προπομπός:''' -όν ([[προπέμπω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[συνοδός]], [[ιδίως]] σε [[πομπή]], [[ακολουθία]], σε Ξεν.· με αιτ., προπομπὸς [[χοάς]], αυτός που μεταφέρει χοές (υγρά αφιερώματα) σε [[πομπή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[φύλακας]], [[συνοδός]], [[υπερασπιστής]], στον ίδ., Ξεν. | |||
}} | }} |