Anonymous

προπομπεύω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προπορεύομαι]] σε [[πομπή]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[μπροστά]] σε κάποιον με [[πομπή]]<br /><b>3.</b> [[συνοδεύω]] κάποιον για [[παροχή]] προστασίας και για λόγους ευγενείας<br /><b>4.</b> [[θριαμβεύω]], στέφομαι με [[λαμπρή]] [[επιτυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πομπεύω]] «[[συνοδεύω]] ως [[πομπός]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προπορεύομαι]] σε [[πομπή]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[μπροστά]] σε κάποιον με [[πομπή]]<br /><b>3.</b> [[συνοδεύω]] κάποιον για [[παροχή]] προστασίας και για λόγους ευγενείας<br /><b>4.</b> [[θριαμβεύω]], στέφομαι με [[λαμπρή]] [[επιτυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πομπεύω]] «[[συνοδεύω]] ως [[πομπός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προπομπεύω:''' ([[προπομπός]]), μέλ. <i>-σω</i>, αυτός που βαδίζει από [[πριν]], προπορεύεται σε μια [[πομπή]], <i>τινός</i> [[πριν]] από αυτόν ή αυτό, σε Λουκ.
}}
}}