3,270,647
edits
(34) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) (ως επιτατικό του <i>κυλίνδομαι</i>)<br /><b>1.</b> [[εξακολουθώ]] να κυλιέμαι [[μπροστά]] στα πόδια κάποιου ως [[ικέτης]], [[ικετεύω]] επίμονα κάποιον<br /><b>2.</b> περιφέρομαι [[συνεχώς]] από [[πόλη]] σε [[πόλη]] [[υφιστάμενος]] κακουχίες και [[απροστάτευτος]]. | |mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) (ως επιτατικό του <i>κυλίνδομαι</i>)<br /><b>1.</b> [[εξακολουθώ]] να κυλιέμαι [[μπροστά]] στα πόδια κάποιου ως [[ικέτης]], [[ικετεύω]] επίμονα κάποιον<br /><b>2.</b> περιφέρομαι [[συνεχώς]] από [[πόλη]] σε [[πόλη]] [[υφιστάμενος]] κακουχίες και [[απροστάτευτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προπροκῠλίνδομαι:''' Παθ., [[εξακολουθώ]] να κυλιέμαι [[μπροστά]] από κάποιον, κυλιέμαι στα πόδια του, με γεν., προποκυλινδόμενος πατρὸς [[Διός]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[πλανώμαι]] ατέρμονα, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |