Anonymous

προπροκυλίνδομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) (ως επιτατικό του <i>κυλίνδομαι</i>)<br /><b>1.</b> [[εξακολουθώ]] να κυλιέμαι [[μπροστά]] στα πόδια κάποιου ως [[ικέτης]], [[ικετεύω]] επίμονα κάποιον<br /><b>2.</b> περιφέρομαι [[συνεχώς]] από [[πόλη]] σε [[πόλη]] [[υφιστάμενος]] κακουχίες και [[απροστάτευτος]].
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) (ως επιτατικό του <i>κυλίνδομαι</i>)<br /><b>1.</b> [[εξακολουθώ]] να κυλιέμαι [[μπροστά]] στα πόδια κάποιου ως [[ικέτης]], [[ικετεύω]] επίμονα κάποιον<br /><b>2.</b> περιφέρομαι [[συνεχώς]] από [[πόλη]] σε [[πόλη]] [[υφιστάμενος]] κακουχίες και [[απροστάτευτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προπροκῠλίνδομαι:''' Παθ., [[εξακολουθώ]] να κυλιέμαι [[μπροστά]] από κάποιον, κυλιέμαι στα πόδια του, με γεν., προποκυλινδόμενος πατρὸς [[Διός]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[πλανώμαι]] ατέρμονα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}