Anonymous

προήκω: Difference between revisions

From LSJ
1,200 bytes added ,  Yesterday at 14:39
CSV import
(6)
(CSV import)
 
(31 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proiko
|Transliteration C=proiko
|Beta Code=proh/kw
|Beta Code=proh/kw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to have gone before, be the first</b>, ἀξιώσει <span class="bibl">Th.2.34</span>; χρήμασι <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.1.23</span>; χρόνῳ τῶν ἄλλων <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.1</span>; <b class="b3">τοῖς χρόνοις</b> ib.<span class="bibl">1.204</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">to have advanced</b>, π. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>513</span>; τὴν ἡλικίαν <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>5.4</span>; ἡλικίᾳ <span class="bibl">D.C.58.27</span>; καθ' ἡλικίαν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>13</span>; also, ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1336b18</span>(s.v.l.); [<b class="b3">ὁρῶ] τὰ πράγματ' εἰς τοῦτο προήκοντα</b> <b class="b2">have come</b> to this pass, <span class="bibl">D.3.1</span>; of Time, τῆς ἡμέρας προηκούσης <span class="bibl">Plu.<span class="title">Brut.</span>15</span>; also <b class="b3">ἐπὶ προηκούσῃ τῇ πραγματείᾳ</b> as my work <b class="b2">proceeds</b>, Gal.2.573. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">to have come forth</b>, τοῦ δωματίου <span class="bibl">Hld.5.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">reach beyond</b>, τῆς ἄρκυος <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>10.7</span>; <b class="b2">extend</b> in length, Gal.5.228.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[to have gone before]], [[be the first]], ἀξιώσει Th.2.34; χρήμασι X.''HG''7.1.23; χρόνῳ τῶν ἄλλων S.E.''M.''9.1; <b class="b3">τοῖς χρόνοις</b> ib.1.204.<br><span class="bld">2</span> [[to have advanced]], π. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.''Nu.''513; τὴν ἡλικίαν [[LXX]] ''4 Ma.''5.4; ἡλικίᾳ D.C.58.27; καθ' ἡλικίαν Plu.''Alc.''13; also, ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν Arist.''Pol.''1336b18([[si vera lectio|s.v.l.]]); [ὁρῶ] τὰ πράγματ' εἰς τοῦτο προήκοντα [[have come]] to this pass, D.3.1; of [[time]], τῆς ἡμέρας προηκούσης Plu.''Brut.''15; also <b class="b3">ἐπὶ προηκούσῃ τῇ πραγματείᾳ</b> as my work [[proceeds]], Gal.2.573.<br><span class="bld">II</span> [[to have come forth]], τοῦ δωματίου Hld.5.2.<br><span class="bld">III</span> [[reach beyond]], τῆς ἄρκυος [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''10.7; [[extend]] in length, Gal.5.228.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0723.png Seite 723]] (s. ἥκω), vorgehen, vorrücken; προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας, Ar. Nubb. 513; u. so vom Alter, καθ' ἡλικίαν προήκων, Plut. Alc. 13 u. a. Sp., auch absolut; aber auch προήκειν ἀξιώματι, Thuc. 2, 34, wie χρήμασι, Xen. Hell. 7, 1, 23; δόξῃ, Plut. Cat. min. 14, wie προέ χω, Dem. 3, 1 vrbdt ὁρῶ τὰ πρἀγματα εἰς τοῦτο προήκοντα, es ist so weit gekommen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0723.png Seite 723]] (s. ἥκω), vorgehen, vorrücken; προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας, Ar. Nubb. 513; u. so vom Alter, καθ' ἡλικίαν προήκων, Plut. Alc. 13 u. a. Sp., auch absolut; aber auch προήκειν ἀξιώματι, Thuc. 2, 34, wie χρήμασι, Xen. Hell. 7, 1, 23; δόξῃ, Plut. Cat. min. 14, wie προέ χω, Dem. 3, 1 vrbdt ὁρῶ τὰ πρἀγματα εἰς τοῦτο προήκοντα, es ist so weit gekommen.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[être avancé]], [[s'avancer]] ; <i>fig.</i> προήκειν καθ' ἡλικίαν PLUT avancer en âge ; ἀξιώματι THC en dignité ; ἐς [[τοῦτο]] DÉM être avancé à ce point;<br /><b>2</b> [[l'emporter par]], [[être considéré pour]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἥκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προ-ήκω gevorderd zijn:; καθ’ ἡλικίαν π. van gevorderde leeftijd zijn Plut. Alc. 13.1; ὁρῶ... τὰ πράγματ’ εἰς τοῦτο προήκοντα ὥστε... ik zie dat de toestand zo nijpend is geworden dat... Dem. 3.1; overdr.. ἀξιώσει π. in hoog aanzien staan Thuc. 2.34.6; χρήμασι προήκων in rijkdom vooraanstaand Xen. Hell. 7.1.23.
}}
{{elru
|elrutext='''προήκω:'''<br /><b class="num">1</b> [[выйти вперед]], [[выдвинуться]] (χρήμασι προήκων Xen.): ἀξιώσει π. Thuc. достичь высокого положения; προήκων ἐς βαθὺ της ἡλικίας Arph. достигший старости; τῆς ἡμέρας προηκούσας Plut. когда был уже поздний час дня; εἰς [[τοῦτο]] π. Dem. дойти до этого или зайти так далеко;<br /><b class="num">2</b> [[предшествовать]]: χρόνῳ τῶν ἄλλων π. Sext. предшествовать другим во времени;<br /><b class="num">3</b> [[выдаваться вперед]], [[расширяться]]: προήκοντα κόλπον ποιεῖν Xen. сделать расширение (в звероловной сети).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προήκω''': [[προέχω]], [[ὑπερέχω]], ἀξιώσει Θουκ. 2. 34. χρήμασι Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 23· χρόνῳ τῶν ἄλλων Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. Μ. 9. 1· τοῖς χρόνοις [[αὐτόθι]] 1. 204. 2) ἔχω προχωρήσῃ, πρ. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ἀριστοφ. Νεφ. 513· ἡλικίᾳ Δίων Κ. 58. 27· καθ’ ἡλικίαν Πλουτ. Ἀλκ. 13· [[ὡσαύτως]], ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 10· εἰς τοῦτο πρ., ἔχει φθάσῃ εἰς τοῦτο τὸ [[σημεῖον]], Δημ. 28. 5· ἐπὶ χρόνου, τῆς ἡμέρας προηκούσης Πλουτ. Βροῦτ. 15. ΙΙ. ἔχω προχωρήσῃ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἔχω ἐξέλθῃ, τοῦ δωματίου Ἡλιόδ. 5. 2. ΙΙΙ. ἐκτείνομαι [[πέραν]] τινός, τῆς ἄρκυος Ξεν. Κυν. 10, 7.
|lstext='''προήκω''': [[προέχω]], [[ὑπερέχω]], ἀξιώσει Θουκ. 2. 34. χρήμασι Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 23· χρόνῳ τῶν ἄλλων Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. Μ. 9. 1· τοῖς χρόνοις [[αὐτόθι]] 1. 204. 2) ἔχω προχωρήσῃ, πρ. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ἀριστοφ. Νεφ. 513· ἡλικίᾳ Δίων Κ. 58. 27· καθ’ ἡλικίαν Πλουτ. Ἀλκ. 13· [[ὡσαύτως]], ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 10· εἰς τοῦτο πρ., ἔχει φθάσῃ εἰς τοῦτο τὸ [[σημεῖον]], Δημ. 28. 5· ἐπὶ χρόνου, τῆς ἡμέρας προηκούσης Πλουτ. Βροῦτ. 15. ΙΙ. ἔχω προχωρήσῃ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἔχω ἐξέλθῃ, τοῦ δωματίου Ἡλιόδ. 5. 2. ΙΙΙ. ἐκτείνομαι [[πέραν]] τινός, τῆς ἄρκυος Ξεν. Κυν. 10, 7.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> être avancé, s’avancer ; <i>fig.</i> προήκειν καθ’ ἡλικίαν PLUT avancer en âge ; ἀξιώματι THC en dignité ; [[ἐς]] [[τοῦτο]] DÉM être avancé à ce point;<br /><b>2</b> l’emporter par, être considéré pour.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἥκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἥκω]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ανώτερος]], [[υπερέχω]] («γένει τε οὐδενὸς ἐνδεὴς χρήμασί τε προήκων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> έχω προχωρήσει, έχω φθάσει («ἔχειν ἡλικίαν [[πλέον]] προήκουσαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω εξέλθει («τοῡ δωματίου προήκων», Ηλιόδ.)<br /><b>4.</b> απλώνομαι [[πέρα]] από [[κάτι]], εκτείνομαι («[[προήκω]] τῆς ἄρκυος, <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=Α [[ἥκω]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ανώτερος]], [[υπερέχω]] («γένει τε οὐδενὸς ἐνδεὴς χρήμασί τε προήκων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> έχω προχωρήσει, έχω φθάσει («ἔχειν ἡλικίαν [[πλέον]] προήκουσαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω εξέλθει («τοῦ δωματίου προήκων», Ηλιόδ.)<br /><b>4.</b> απλώνομαι [[πέρα]] από [[κάτι]], εκτείνομαι («[[προήκω]] τῆς ἄρκυος, <b>Ξεν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προήκω:''' μέλ. <i>-ήξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> βρίσκομαι από [[πριν]], είμαι [[πρώτος]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[υπερέχω]], [[προήκω]] ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας, σε Αριστοφ.· εἰς [[τοῦτο]] προήκειν, έχω φτάσει σ' αυτό το [[σημείο]], σε Δημ.· λέγεται για χρόνο, <i>τῆς ἡμέρας προηκούσης</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> εκτείνομαι πιο πέρα, <i>τῆς ἄρκυος</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''προήκω:''' μέλ. <i>-ήξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> βρίσκομαι από [[πριν]], είμαι [[πρώτος]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[υπερέχω]], [[προήκω]] ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας, σε Αριστοφ.· εἰς [[τοῦτο]] προήκειν, έχω φτάσει σ' αυτό το [[σημείο]], σε Δημ.· λέγεται για χρόνο, <i>τῆς ἡμέρας προηκούσης</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> εκτείνομαι πιο πέρα, <i>τῆς ἄρκυος</i>, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ήξω<br /><b class="num">I.</b> to [[have]] [[gone]] [[before]], be the [[first]], Thuc., Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[have]] advanced, πρ. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.; εἰς [[τοῦτο]] προήκειν to [[have]] [[come]] to [[this]] [[pass]], Dem.; of [[time]], τῆς ἡμέρας προηκούσας Plut.<br /><b class="num">II.</b> to [[reach]] [[beyond]], τῆς ἄρκυος Xen.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[praecellere]]'', to [[surpass]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.34.6/ 2.34.6].
}}
}}