Anonymous

προσελλείπω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐλλείπω]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για νωθρό δρομέα) [[μένω]] [[ακόμη]] [[πίσω]] («Μᾱρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ [[στάδιον]]» — ο Μάρκος έμεινε [[πίσω]] [[κατά]] [[ολόκληρο]] το [[μήκος]] του δρόμου, Λουκίλλ.)<br /><b>2.</b> [[υπολείπομαι]], [[χρειάζομαι]] [[ακόμη]] ώσπου να συμπληρωθώ («ἀξιούντων... είς τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων δοῡναι χρόνον», <b>Διόδ.</b>).
|mltxt=Α [[ἐλλείπω]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για νωθρό δρομέα) [[μένω]] [[ακόμη]] [[πίσω]] («Μᾱρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ [[στάδιον]]» — ο Μάρκος έμεινε [[πίσω]] [[κατά]] [[ολόκληρο]] το [[μήκος]] του δρόμου, Λουκίλλ.)<br /><b>2.</b> [[υπολείπομαι]], [[χρειάζομαι]] [[ακόμη]] ώσπου να συμπληρωθώ («ἀξιούντων... είς τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων δοῡναι χρόνον», <b>Διόδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσελλείπω:''' [[μένω]] [[ακόμα]] [[πίσω]], είμαι [[ακόμη]] [[ελλιπής]], [[ανεπαρκής]], έχω [[ακόμα]] [[έλλειψη]], σε Ανθ.
}}
}}