3,240,908
edits
(6) |
|||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosagogos | |Transliteration C=prosagogos | ||
|Beta Code=prosagwgo/s | |Beta Code=prosagwgo/s | ||
|Definition= | |Definition=προσαγωγόν,<br><span class="bld">A</span> [[attractive]], [[persuasive]], τῇ ἀκροάσει Th.1.21 (Comp.); τὸ αὑτοῦ π. Pl.''Def.''415a; προσαγωγὸν μειδιᾶν Luc.''DDeor.''20.11: c. gen., [[exciting]], π. ἐπιθυμιῶν αἰσχρῶν τέχναι D.H.2.28.<br><span class="bld">II</span> Subst., = [[προσαγωγεύς]] ''ΙΙ'', prob. in Anon.Hist. (''FGrH''153) p.825J. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0747.png Seite 747]] zuführend, anziehend, reizend; Plat. def. 414 e; ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληθέστερον ξυνέθεσαν, Thuc. 1, 21, Schol. ἡδύτερον ὃ προσάγει; Sp., wie Luc. D. D. 20, 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0747.png Seite 747]] zuführend, anziehend, reizend; Plat. def. 414 e; ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληθέστερον ξυνέθεσαν, Thuc. 1, 21, Schol. ἡδύτερον ὃ προσάγει; Sp., wie Luc. D. D. 20, 11. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui amène à, inf. ; <i>abs.</i> persuasif;<br /><i>Cp.</i> προσαγωγότερος.<br />'''Étymologie:''' [[προσάγω]]. | |btext=ός, όν :<br />qui amène à, inf. ; <i>abs.</i> persuasif;<br /><i>Cp.</i> προσαγωγότερος.<br />'''Étymologie:''' [[προσάγω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσαγωγός -όν [προσάγω] verleidelijk:. ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληθέστερον meer uit op de aantrekkelijkheid voor de toehoorder dan op de waarheid Thuc. 1.21.1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσᾰγωγός:''' [[привлекательный]], [[прелестный]] (γλαφυρὸς καὶ π. Luc.): ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον ἢ ἀληθέστερον Thuc. (писать) более изящно, чем правдиво. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ό / [[προσαγωγός]], -όν, ΝΑ [[προσάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πλησιάζει ένα [[πράγμα]] [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]] («προσαγωγοί μύες»<br />[ανατ.] μύες που φέρνουν ένα [[τμήμα]] του σώματος [[προς]] το [[μέσο]] επίπεδο ή [[προς]] τον άξονα ενός άκρου και, ειδικότερα, [[τρεις]] ισχυροί μύες του μηρού, ο [[μακρός]] [[προσαγωγός]], ο [[βραχύς]] [[προσαγωγός]] και ο [[μέγας]] [[προσαγωγός]])<br /><b>2.</b> (ανατ. -ιατρ.) [[χαρακτηρισμός]] ανατομικών στοιχείων που η [[λειτουργία]] τους ασκείται από την [[περιφέρεια]] [[προς]] το [[κέντρο]] ενός οργάνου, όπως [[είναι]] λ.χ. τα προσαγωγά αρτηρίδια τών μαλπιγγιανών σωματίων τών νεφρών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται για την ικανότητά του να προσάγει, [[θελκτικός]], [[ελκυστικός]] ή [[πειστικός]] («ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ αληθέστερον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διεγερτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ό / [[προσαγωγός]], -όν, ΝΑ [[προσάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πλησιάζει ένα [[πράγμα]] [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]] («προσαγωγοί μύες»<br />[ανατ.] μύες που φέρνουν ένα [[τμήμα]] του σώματος [[προς]] το [[μέσο]] επίπεδο ή [[προς]] τον άξονα ενός άκρου και, ειδικότερα, [[τρεις]] ισχυροί μύες του μηρού, ο [[μακρός]] [[προσαγωγός]], ο [[βραχύς]] [[προσαγωγός]] και ο [[μέγας]] [[προσαγωγός]])<br /><b>2.</b> (ανατ. -ιατρ.) [[χαρακτηρισμός]] ανατομικών στοιχείων που η [[λειτουργία]] τους ασκείται από την [[περιφέρεια]] [[προς]] το [[κέντρο]] ενός οργάνου, όπως [[είναι]] λ.χ. τα προσαγωγά αρτηρίδια τών μαλπιγγιανών σωματίων τών νεφρών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται για την ικανότητά του να προσάγει, [[θελκτικός]], [[ελκυστικός]] ή [[πειστικός]] («ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ αληθέστερον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διεγερτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προσαγωγός]]<br /><b>πιθ.</b> [[προσαγωγεύς]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσαγωγός:''' -όν, [[ελκυστικός]], [[πειστικός]], σε Θουκ., Λουκ. | |lsmtext='''προσαγωγός:''' -όν, [[ελκυστικός]], [[πειστικός]], σε Θουκ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσαγωγός''': -όν, ὡς τὸ [[ἐπαγωγός]], [[ἑλκυστικός]], [[θελκτικός]], [[πειστικός]], Θουκ. 1. 21, πρβλ. Πλάτ. Ὅρ. 414Ε˙ προσαγωγὸν μειδιᾶν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 11˙ μετὰ γεν., διεγείρων, [[διεγερτικός]], πρ. ἐπιθυμιῶν τέχναι Διον. Ἁλ. 2. 28. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[προσαγωγός]], όν [from [[προσάγω]]<br />[[attractive]], [[persuasive]], Thuc., Luc. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[attractive]] | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[persuasive]]=== | |||
Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: [[persuasif]], [[convaincant]]; Galician: persuasivo, persuasor; German: [[überzeugend]], [[Überredungs-]]; Greek: [[πειστικός]]; Ancient Greek: [[ἄμαχος]], [[ἀναπειστήριος]], [[ἀξιοτέκμαρτος]], [[ἀποδεικτικός]], [[ἀσφαλής]], [[δυσωπητικός]], [[εὐπειθής]], [[εὐπιθής]], [[κωτίλος]], [[παραρρητός]], [[πειθός]], [[πειστήριος]], [[πειστικός]], [[περαντικός]], [[πιθανός]], [[πιστευτικός]], [[πιστικός]], [[προσαγωγός]], [[προτρεπτικός]], [[συνακτικός]], [[συνερκτικός]], [[ὑπαγωγικός]], [[ψυχαγωγικός]]; Latin: [[suasorius]]; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: [[persuasivo]], [[persuasível]], [[convincente]], [[persuasório]]; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: [[убедительный]]; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: [[persuasivo]], [[convincente]], [[persuasor]], [[persuasorio]]; Swedish: övertygande | |||
==[[attractive]]=== | |||
Arabic: جَذَّاب; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: [[aantrekkelijk]], [[attractief]]; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: [[attrayant]], [[attractif]], [[sympathique]]; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: [[attraktiv]]; Greek: [[ελκυστικός]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], [[τραβηχτικός]]; Ancient Greek: [[ἀγωγός]], [[ἀρπαλέος]], [[ἁρπαλέος]], [[δημοτερπής]], [[εἰδάλιμος]], [[ἑλκτικός]], [[ἑλκυστικός]], [[ἐνδίολκος]], [[ἐπαγωγικός]], [[ἐπαγωγός]], [[ἐπακτικός]], [[ἐπαφρόδιτος]], [[ἐπισπαστικός]], [[εὐειδής]], [[εὐήδονος]], [[εὐήρατος]], [[εὔμορφος]], [[εὔοπτος]], [[εὐπρεπής]], [[εὐφραντικός]], [[ἐφελκτικός]], [[ἐφελκυστικός]], [[ἐφολκός]], [[ἰδανός]], [[καταγωγός]], [[κωτίλος]], [[προσαγωγός]], [[ὑπαγωγικός]], [[ψυχαγωγικός]]; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: [[attraente]], [[procace]], [[stuzzicante]], [[allettante]]; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: [[atraente]]; Romanian: atractiv; Russian: [[привлекательный]], [[симпатичный]]; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: [[atractivo]]; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний | |||
}} | }} |