Anonymous

προγράφω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταδιώκω]] ή [[καταδικάζω]] άδικα πολιτικούς αντιπάλους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[γράφω]] [[προηγουμένως]] («τὰς αἰτίας προύγραψα πρῶτον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προαναφέρω]] («ὁ προγεγραμμένος [[ἀριθμός]]» — ο [[αριθμός]] που μνημονεύθηκε πιο [[πάνω]], που προαναφέρθηκε, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντιγράφω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[γνωστοποιώ]] [[κάτι]] δημοσίως («σκοπεῑν δ' ὅ, τι ἂν προγράφωμεν ἐν τοῑς πινακίοις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διορίζω]] ή [[καλώ]] με [[δημόσια]] [[γνωστοποίηση]] («προγράψαι δύο ἐκκλησίας», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[προσδιορίζω]] εκ τών προτέρων («ὅσα δεῑ χρηματίζειν τὴν βουλὴν... οὗτοι προγράφουσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εκθέτω]] δημοσίως<br /><b>7.</b> [[προκηρύσσω]] [[δημοπρασία]]<br /><b>8.</b> [[πουλώ]] σε [[δημοπρασία]]<br /><b>9.</b> [[καταδικάζω]] φυγόδικο σε θάνατο και [[δημεύω]] την [[περιουσία]] του<br /><b>10.</b> [[γράφω]] το όνομα κάποιου στην [[αρχή]] καταλόγου<br /><b>11.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ. πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ προγεγραμμένοι</i><br />αυτοί που εκ τών προτέρων καταδικάστηκαν σε θάνατο<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ προγεγραμμένοι εἰς τοῡτο τὸ [[κρίμα]]» — εκείνοι τών οποίων τα ονόματα έχουν συμπεριληφθεί σε κατάλογο ατόμων υποκείμενων σε [[καταδίκη]]<br />β) «προγράφων τινὰ τῆς [[βουλῆς]]»<br />(για τον τιμητή) [[διορίζω]] κάποιον προϊστάμενο της βουλής.
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταδιώκω]] ή [[καταδικάζω]] άδικα πολιτικούς αντιπάλους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[γράφω]] [[προηγουμένως]] («τὰς αἰτίας προύγραψα πρῶτον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προαναφέρω]] («ὁ προγεγραμμένος [[ἀριθμός]]» — ο [[αριθμός]] που μνημονεύθηκε πιο [[πάνω]], που προαναφέρθηκε, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντιγράφω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[γνωστοποιώ]] [[κάτι]] δημοσίως («σκοπεῑν δ' ὅ, τι ἂν προγράφωμεν ἐν τοῑς πινακίοις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διορίζω]] ή [[καλώ]] με [[δημόσια]] [[γνωστοποίηση]] («προγράψαι δύο ἐκκλησίας», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[προσδιορίζω]] εκ τών προτέρων («ὅσα δεῑ χρηματίζειν τὴν βουλὴν... οὗτοι προγράφουσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εκθέτω]] δημοσίως<br /><b>7.</b> [[προκηρύσσω]] [[δημοπρασία]]<br /><b>8.</b> [[πουλώ]] σε [[δημοπρασία]]<br /><b>9.</b> [[καταδικάζω]] φυγόδικο σε θάνατο και [[δημεύω]] την [[περιουσία]] του<br /><b>10.</b> [[γράφω]] το όνομα κάποιου στην [[αρχή]] καταλόγου<br /><b>11.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ. πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ προγεγραμμένοι</i><br />αυτοί που εκ τών προτέρων καταδικάστηκαν σε θάνατο<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ προγεγραμμένοι εἰς τοῡτο τὸ [[κρίμα]]» — εκείνοι τών οποίων τα ονόματα έχουν συμπεριληφθεί σε κατάλογο ατόμων υποκείμενων σε [[καταδίκη]]<br />β) «προγράφων τινὰ τῆς [[βουλῆς]]»<br />(για τον τιμητή) [[διορίζω]] κάποιον προϊστάμενο της βουλής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προγράφω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[γράφω]] από [[πριν]] ή εκ των προτέρων, σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[γνωστοποιώ]] στο [[δημόσιο]] εγγράφως, σε Αριστοφ., Δημ.· επίσης, [[συγκαλώ]] με δημόσια [[γνωστοποίηση]], <i>ἐκκλησίαν</i>, σε Αισχίν. — Παθ., κηρύσσομαι δημόσια, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> = Λατ. proscribere, σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> [[γράφω]] όνομα στην [[κορυφή]] του καταλόγου, στον ίδ.
}}
}}