περίκηλος: Difference between revisions

5
(32)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ολόγυρα]] [[ξηρός]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ξύλα) [[τελείως]] αποξηραμένος από τον ήλιο, [[κατάξερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κηλόν]] «ξηρό»].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ολόγυρα]] [[ξηρός]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ξύλα) [[τελείως]] αποξηραμένος από τον ήλιο, [[κατάξερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κηλόν]] «ξηρό»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περίκηλος:''' -ον ([[κῆλον]]), υπερβολικά [[ξηρός]], αποξηραμένος εντελώς, λέγεται για το [[ξύλο]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}