Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποτός: Difference between revisions

From LSJ
783 bytes added ,  31 December 2018
6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Α<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[πόση]], [[πόσιμος]] («[[ποτὸν]] [[ὕδωρ]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ποτόν]]<br /><b>βλ.</b> [[ποτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[πίνω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. ρηματ. επιθ. -<i>τός</i>].
|mltxt=-ή, -ό, Α<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[πόση]], [[πόσιμος]] («[[ποτὸν]] [[ὕδωρ]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ποτόν]]<br /><b>βλ.</b> [[ποτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[πίνω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. ρηματ. επιθ. -<i>τός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. (√<i>ΠΟ</i> από κάποιους χρόνους του [[πίνω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πόσιμος]], [[κατάλληλος]] προς [[πόση]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[ποτόν]], <i>τό</i>, αυτό που πίνει [[κάποιος]], ποτό, [[ιδίως]] λέγεται για [[κρασί]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· [[σῖτα]] καὶ [[ποτά]], φαγητά και [[ποτά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> πάτριον [[ποτόν]], [[πίνω]] από το ποτό που έπιναν οι πρόγονοί μου, σε Αισχύλ.· [[ποτὸν]] κρηναῖον, σε Σοφ.
}}
}}