Anonymous

προσεῖδον: Difference between revisions

From LSJ
6
(6_5)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεῖδον''': ἀπαρ. προσῐδεῖν, μετοχ. προσῐδών, ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος· ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ παραλαμβάνεται ὁ ἐνεστ. [[προσοράω]] (πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[πρόσοιδα]])· [[βλέπω]] [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι, Ἡσ. Ἀποσπ. 64, 2, Ἡρόδ. 1. 129, Αἰσχύλ. Πρ. 553, Σοφ., κλπ. ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσῐδέσθαι, πρῶτον παρὰ Πινδ. Π. 1. 49, Αἰσχύλ. Πέρσ. 48, 694, ([[διότι]] ἐν Ὀδ. Ν. 155 ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] προΐδωνται, καὶ ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 386 προϊδέσθαι). ΙΙ. Παθ. προσείδομαι, εἶμαι [[ὅμοιος]], Αἰσχύλ. Χο. 178· ἴδε [[εἴδω]] Α. ΙΙ. 3.
|lstext='''προσεῖδον''': ἀπαρ. προσῐδεῖν, μετοχ. προσῐδών, ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος· ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ παραλαμβάνεται ὁ ἐνεστ. [[προσοράω]] (πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[πρόσοιδα]])· [[βλέπω]] [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι, Ἡσ. Ἀποσπ. 64, 2, Ἡρόδ. 1. 129, Αἰσχύλ. Πρ. 553, Σοφ., κλπ. ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσῐδέσθαι, πρῶτον παρὰ Πινδ. Π. 1. 49, Αἰσχύλ. Πέρσ. 48, 694, ([[διότι]] ἐν Ὀδ. Ν. 155 ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] προΐδωνται, καὶ ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 386 προϊδέσθαι). ΙΙ. Παθ. προσείδομαι, εἶμαι [[ὅμοιος]], Αἰσχύλ. Χο. 178· ἴδε [[εἴδω]] Α. ΙΙ. 3.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσεῖδον:''' απαρ. <i>-ῐδεῖν</i>, μτχ. <i>-ῐδών</i>, αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], [[προσοράω]], χρησιμοποιούμαι στη [[θέση]] άλλου,<br /><b class="num">I.</b> [[παρατηρώ]] ή [[βλέπω]] σε, σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., <i>προσείδομαι</i>, [[μοιάζω]], σε Αισχύλ.
}}
}}