Anonymous

προσωτέρω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και πορρωτέρω Α<br /><b>επίρρ.</b> (συγκριτ. τ.) <b>βλ.</b> [[πρόσω]].
|mltxt=και πορρωτέρω Α<br /><b>επίρρ.</b> (συγκριτ. τ.) <b>βλ.</b> [[πρόσω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσωτέρω:''' Αττ. [[πορρωτέρω]], συγκρ. του [[πρόσω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περαιτέρω]], πιο πέρα, σε Ηρόδ.· με γεν., [[περαιτέρω]] από, στον ίδ.· [[πορρωτέρω]] τοῦ καιροῦ, σε Ξεν.· επίσης με [[άρθρο]], τὸ [[προσωτέρω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μακριά]] από, [[τῶν]] πυλῶν, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> υπερθ. [[προσωτάτω]], Αττ. [[πορρωτάτω]], [[πολύ]] [[μακριά]], σε Ξεν.· τὰ [[προσωτάτω]], τα πιο απομακρυσμένα μέρη, σε Ηρόδ.· επίσης, <i>προσώτατα</i>, στον ίδ.· ὡς [[προσωτάτω]], όσο το δυνατόν πιο [[μακριά]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[πολύ]] πιο πέρα από, σε Πλάτ.
}}
}}