Anonymous

προσίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για ικέτη) [[έρχομαι]] και [[κάθομαι]] [[κοντά]] («πάγον προσίζειν τῶν δ' ἀγωνίων θεῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]] («ἡ δὲ [[μέλιττα]] μόνον πρὸς οὐδὲν προσίζει σαπρόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> προσκολλώμαι, προσαρτώμαι σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αποτελώ]] ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, [[είμαι]] [[συμφυής]] («ἡ προσίζουσα αἰτίη» — η [[συμφυής]], η έμφυτη [[αιτία]], Αρετ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἵζω</i>, [[άλλος]] τ. του [[ἕζομαι]] «[[κάθομαι]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για ικέτη) [[έρχομαι]] και [[κάθομαι]] [[κοντά]] («πάγον προσίζειν τῶν δ' ἀγωνίων θεῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]] («ἡ δὲ [[μέλιττα]] μόνον πρὸς οὐδὲν προσίζει σαπρόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> προσκολλώμαι, προσαρτώμαι σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αποτελώ]] ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, [[είμαι]] [[συμφυής]] («ἡ προσίζουσα αἰτίη» — η [[συμφυής]], η έμφυτη [[αιτία]], Αρετ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἵζω</i>, [[άλλος]] τ. του [[ἕζομαι]] «[[κάθομαι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσίζω:''' μέλ. <i>-ιζήσω</i>, [[κάθομαι]] δίπλα, με αιτ., σε Ευρ.
}}
}}