Anonymous

προϋφαιρέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />enlever secrètement auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑφαιρέω]].
|btext=-ῶ :<br />enlever secrètement auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑφαιρέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προϋφαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αφαιρώ]] από [[πριν]] [[κρυφά]], <i>πρ. τὴν ἐκκλησίαν</i>, δηλ. [[συγκροτώ]] [[συνέλευση]] ([[χωρίς]] [[ανακοίνωση]]) [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο, σε Αισχίν.
}}
}}