Anonymous

προνεύω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[νεύω]]<br />[[κλίνω]], [[γέρνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[προκαλώ]] [[κλίση]] τών ιστών ιστιοφόρου [[προς]] την [[πλώρη]] ώσπου να καμφθούν τα επιστήλια σφίγγοντας τους προτόνους.
|mltxt=ΝΑ [[νεύω]]<br />[[κλίνω]], [[γέρνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[προκαλώ]] [[κλίση]] τών ιστών ιστιοφόρου [[προς]] την [[πλώρη]] ώσπου να καμφθούν τα επιστήλια σφίγγοντας τους προτόνους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, γέρνω ή [[σκύβω]] [[εμπρός]], σε Πλάτ.· λέγεται για ιππέα, σε Ξεν.· λέγεται για κωπηλάτες, στον ίδ.
}}
}}