Anonymous

προφωνέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> proférer, faire entendre (un son, des paroles);<br /><b>2</b> annoncer d’avance ; déclarer, faire connaître : [[τί]] τινι qch à qqn ; τινι avec l’inf. : ordonner à qqn de, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φωνέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> proférer, faire entendre (un son, des paroles);<br /><b>2</b> annoncer d’avance ; déclarer, faire connaître : [[τί]] τινι qch à qqn ; τινι avec l’inf. : ordonner à qqn de, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φωνέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προφωνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διακηρύσσω]] εκ των προτέρων, σε Αισχύλ.· <i>προφωνεῖ τόνδε λόγον</i>, δίνει αυτές τις εντολές εκ των προτέρων, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[προειδοποιώ]] ή [[ανακοινώνω]] δημοσίως, με δοτ. και απαρ., [[καί]] σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν, σε Σοφ.· με απαρ. που παραλείπεται, [[ὑμῖν]] προφωνῶ [[τάδε]], στον ίδ.
}}
}}